
Camino de Santiago
ΣΑΧΑΡΑ
GREEK EXPLORER
Ταξίδι στην απεραντοσύνη του τίποτα
“Στην έρημο οι φωνές του Θεού και του Διαβόλου δύσκολα διαχωρίζονται”
― Loren Eiseley.
Σαχάρα: Το επόμενο ταξίδι με οδήγησε στο Μαρόκο. Μια πεζοπορία 100 χιλιομέτρων μέσα στην απέραντη έρημο, διασχίζοντας την κοιλάδα Draa και τους εντυπωσιακούς αμμόλοφους Erg Ezzahar. Δεν ήταν μια τυχαία περιπέτεια, ούτε μια περαστική βόλτα στη φύση. Αυτό που αντιμετωπίσαμε ήταν η ίδια η Σαχάρα, αχανής και αδυσώπητη. Η μεγαλύτερη έρημη άγρια έκταση που μπορεί να γεννήσει η γη.
Δεν υπήρχαν πολυτέλειες, ούτε πλήθη. Υπήρχε μόνο το ατελείωτο κενό και η πρόκληση να το διασχίσουμε. Η Σαχάρα μάς προκάλεσε και μας άλλαξε. Και όταν σταθήκαμε στην κορυφή του ψηλότερου αμμόλοφου, κοιτώντας έναν ωκεανό άμμου, ξέραμε πως δεν ήμασταν απλώς ταξιδιώτες ή περιπλανώμενοι – αλλά βασιλιάδες της απεραντοσύνης του τίποτα.
Όμως, πέρα από μια προσωπική εμπειρία, το ταξίδι αυτό είχε έναν μεγαλύτερο σκοπό: να στηρίξω ανθρώπους που δεν περπατούν από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Με τη βοήθεια όσων πίστεψαν σε αυτή την αποστολή, καταφέραμε να προσφέρουμε καθαρό νερό σε κοινότητες που το χρειάζονται απεγνωσμένα. Και κάθε βήμα στην άμμο έγινε με ευγνωμοσύνη και αφοσίωση στον σκοπό μας. Ευχαριστώ όλους εσάς που υποστηρίξατε αυτή την αποστολή.

Άφιξη στο Marrakesh
Ξύπνησα στο Riad που είχα κλείσει στο Marrakesh. Το πρωινό είχε κάτι από τη γεύση της πόλης – έντονο, αρωματικό, με μια υποψία σκόνης. Η οικοδέσποινα μού χαμογέλασε με εκείνο το μειδίαμα που μόνο όσοι έχουν δει τουρίστες να χάνονται στους λαβυρίνθους της Μεντίνα καταλαβαίνουν. Στο διπλανό τραπέζι, ένα γκρουπ Γάλλων τουριστών προσπαθούσε να ανάψει τη σόμπα υγραερίου, χωρίς επιτυχία.
«Θα σας ειδοποιήσω ταξί για τις 10:30. Ο σταθμός είναι κοντά, 15 λεπτά από εδώ», μου είπε η ρεσεψιονίστ. Όλα έμοιαζαν υπό έλεγχο. Μέχρι που, δέκα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε σχεδόν έντρομη.
«Λόγω του Μαραθωνίου, το ταξί δεν μπορεί να έρθει.»
Περίμενε κανείς να μην γίνει περιπέτεια το ταξίδι στο Μαρόκο; Είχα 45 λεπτά να φτάσω στον σταθμό, αλλιώς όλο το σχέδιο θα πήγαινε κατά διαόλου. Βγήκα στον δρόμο με το backpack σχεδόν ανοιχτό και έπεσα πάνω σ’ ένα παλιό ταξί. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μαζί μου χώθηκε κι ένας ντόπιος, που απαιτούσε χρήματα για να μου κάνει τον ξεναγό. Όταν κατάλαβε ότι η ξενάγηση θα γινόταν τσάμπα, έφυγε βρίζοντας.
Ο οδηγός δεν μιλούσε λέξη αγγλικά και, ό,τι και να του έλεγα, μου απαντούσε “50 dirham”. Με τα πολλά, κατάλαβε ότι έψαχνα τον σταθμό των λεωφορείων. Το ταξί έκανε τη μισή διαδρομή και μετά κόλλησε στην κίνηση. Η ουρά του Μαραθωνίου είχε μπλοκάρει τα πάντα. Ήταν 11 παρά τέταρτο. Χρειαζόμουν τουλάχιστον 20 λεπτά ακόμα και ένα θαύμα. Αν ήθελα να φτάσω, έπρεπε να εμπιστευτώ το μόνο μεταφορικό που δεν θα με πρόδιδε: τα πόδια μου.
Πήδηξα έξω, έδωσα στον οδηγό τα 50 dirham και άρχισα να τρέχω. Το σκηνικό; Πανζουρλισμός. Μαραθωνοδρόμοι να ιδρώνουν για τη δόξα, οδηγοί να κορνάρουν σαν τρελοί, τροχονόμοι να προσπαθούν να βάλουν τάξη σε κάτι που δεν είχε καμία διάθεση να υπακούσει. Κι εγώ εκεί, ένας ακόμα τρελός μέσα στο χάος.
Και τότε το είδα. Ένα παπί Honda, από αυτά που μοιάζουν να έχουν περάσει πολέμους. Ο τύπος, γύρω στα 25, έκανε το λάθος να σταματήσει για μερικά δευτερόλεπτα. Πετάχτηκα μπροστά του και του έκανα νοήματα, λέγοντας ταυτόχρονα «CTM bus station! CTM!» Το βλέμμα του είπε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να πουν τα αραβικά μου. Του έδειξα τον χάρτη.
Μου έκανε νόημα. Ανέβηκα. Εγώ, ο οδηγός και το backpack σε ένα εξάβολτο. Όποιος ξέρει, ξέρει.
Κρατούσα το κινητό και του έδειχνα τον δρόμο. Σε επτά λεπτά έφευγε το λεωφορείο. 11 παρά ένα, ήμουν έξω από τον σταθμό. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά ό,τι και να κάνει τώρα, να ‘ναι καλά. Του έδωσα 10 ευρώ. Στην αρχή δεν τα ήθελε, αλλά επέμεινα. Έφυγε όπως ήρθε.
Κάλεσα τον Μοχάμεντ. «Το ΚΤΕΛ καθυστερεί είκοσι λεπτά, λόγω Μαραθωνίου.» Αν δεν ήταν ο Μαραθώνιος, το Μαρόκο θα έβρισκε κάτι άλλο να σου πετάξει στον δρόμο. Ήρθε με έναν φίλο του, με βοήθησε να βγάλω εισιτήριο. Του άφησα την προκαταβολή και έτρεξα προς το λεωφορείο. Ήμουν ο τελευταίος που ανέβηκε.
Κάθισα δίπλα σε έναν τύπο, ξανθό, λεπτό, δεν έδειχνε πάνω από 22. «Jaden, χάρηκα» μου είπε.
Αυστραλός. Θα περνούσαμε μαζί τις επόμενες δώδεκα ώρες, συζητώντας στο βασανιστήριο που λέγεται «διαδρομή με λεωφορείο στη μέση του πουθενά.» Ο Jaden σπούδαζε νοσηλευτική και είχε κανονίσει ένα ταξίδι τριών ημερών στην έρημο. Έπειτα από εκεί θα γυρνούσε στο Marrakesh και ήταν ενθουσιασμένος γιατί θα πεζοπορούσε στα βουνά του Άτλαντα, με σκοπό να ανέβει στο Τουμπκαλ, την ψηλότερη κορυφή.
Η διαδρομή; Χιλιόμετρα από σκόνη, λακκούβες, μια ατελείωτη θάλασσα από άμμο και πέτρα. Κάθε στάση, μια μικρή κόλαση. Κάθε επιτάχυνση, ένα θαύμα της μηχανικής. Και μετά από όλο αυτό, η M’Hamid. Ένα λευκό Toyota Hilux με περίμενε. Ο Αλί, αδερφός του Μοχάμεντ. Πέταξα το backpack στην καρότσα και φύγαμε.
Το ριαντ ήταν ένα μικρό καταφύγιο. Καλαμένια σκεπή, δυο κρεβάτια, μια αυλή γεμάτη αναμνήσεις άλλων ταξιδιωτών. Ήταν 12:30 τη νύχτα, όταν μου έφεραν ένα τανζίν που μύριζε υπέροχα. Φαΐ και μετά; Έπεσα ξερός.

Ημέρα 1 – M’Hamid: Η Πύλη της Ερήμου (21/100KM)
Ξύπνησα νωρίς, πήρα ένα γερό πρωινό και περιίμενα του δύο συνοδους μου. Έπειτα απο τις απαραίτητες προετοιμασίες και συστάσεις πήραμε τις τέσσερις καμήλες και ξεκινήσαμε. Θα κάναμε μια πορεία περίπου 5 χιλιομέτρων προς την παλιά πόλη της M’Hamid, για να δούμε το τζαμί και την αγορά.
Οι συνοδοί μου, ο Αλί και ο Αμπντούλ, ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Αλί, 22 χρονών, αδύνατος, ξερακιανός, γύρω στο 1.80, με έντονα σκούρα μαλλιά και μάτια, φορούσε μια μαύρη μαντήλα και άσπρα ρούχα της ερήμου. Είχε αφήσει τον στρατό για αυτή τη δουλειά και καταγόταν από οικογένεια Σαχαουί, που ασχολούνταν με καραβάνια, κυνήγι γαζέλας και καμήλες.
Ο Αμπντούλ, γύρω στα 30, με γυαλάκια, φορούσε μια πανέμορφη μπλε τζελάμπα (η παραδοσιακή μαροκινή φορεσιά) και μια σιέλ τουρμπανού, μήκους περίπου 15 μέτρων. Ήταν μέλος της φυλής Φούλα, μιας από τις αφρικανικές φυλές του Μαρόκου. Και οι δυο δειχναν να γνωρίζουν κάθε σπιθαμή της διαδρομής.
Μια ώρα αργότερα, πλησιάζαμε τα ερείπια. Ένα τσούρμο παιδιών, που έπαιζαν ξυπόλητα με μια μισοφουσκωμένη μπάλα, άρχισε να μας ακολουθεί – είχαμε περισσότερο ενδιαφέρον από το παιχνίδι τους. Η παλιά πόλη M’Hamid θεωρείται η πύλη της ερήμου. Από εκεί και πέρα, μας περίμενε η απεραντοσύνη του τίποτα.
Ήδη από τα πρώτα χιλιόμετρα, παίρνεις το μήνυμα ότι η Σαχάρα δεν αστειεύεται. Το περιβάλλον άνυδρο, σκληρό, και οι αμμόλοφοι εναλλάσσονταν συνεχώς, γίνονταν πιο πυκνοί. Ο αέρας σταδιακά δυνάμωνε και γινόταν ολοένα και πιο θορυβώδης. Ένας σκελετός από μια νεκρή καμήλα βρισκόταν σε αποσύνθεση. Με τον καιρό θα γινόταν σκόνη, θα εξαφανιζόταν μέσα σε έναν ατελείωτο ωκεανό άμμου.
Στο βάθος, τα βουνά μεταξύ Μαρόκου και Αλγερίας ορίζουν τα σύνορα. Κινούμασταν παράλληλα με τις οροσειρές, περίπου 10 χιλιόμετρα μακριά. Διάσπαρτα παλιά φυλάκια και μια ταμπέλα στη μέση του πουθενά, που έγραφε «Στρατιωτική Ζώνη», υπενθύμιζαν τις διενέξεις που είχαν οι γύρω περιοχές για τον έλεγχο της ερήμου.
Διανύσαμε τα πρώτα 8 χιλιόμετρα και ήδη ένιωθα τη ζέστη – ήταν διαφορετική. Οι παλάμες μου είχαν αρχίσει να πρήζονται, τα πρώτα σημάδια αφυδάτωσης εμφανίζονταν, και κάθε γουλιά νερού έμοιαζε ανεπαρκής. Σκούπισα τον ιδρώτα μου, μόνο για να νιώσω τη σκόνη να κολλάει ακόμα περισσότερο πάνω μου.
«Εντάξει;» με ρώτησε ο Αμπντούλ, κοιτάζοντάς με. Του απάντησα με ένα μόνο νεύμα. Δεν υπήρχε επιλογή. Η έρημος δεν σου αφήνει πολυτέλεια για κουβέντες.
Έβαλα το κεφάλι κάτω και συνέχισα. Περπατούσαμε σιωπηλά, βάζοντας αμέτρητες φορές το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Ο Αλί και ο Αμπντούλ δεν μιλούσαν πολύ – ήταν ακόμα αρχή, και χρειαζόμασταν δυνάμεις. Περνούσαμε από αμμόλοφο σε αμμόλοφο, μα πίσω από κάθε έναν αποκαλυπτόταν η ίδια εικόνα. Το μόνο εύκολο εδω ήταν να χαθείς – δεν υπήρχε κανένα σημείο αναφοράς.
Μετά από περίπου μισή ώρα, βρήκαμε ένα μοναχικό δέντρο. Εκεί σταματήσαμε και στρώσαμε για φαγητό. Είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Είχαμε καλύψει περίπου 17 χιλιόμετρα. Το γεύμα ήταν λιτό. Μια σαλάτα από ψιλοκομμένο κρεμμύδι, ντομάτα, βραστή πατάτα, πιπεριά και φακές. Ένα ψωμί που έμοιαζε με λαγάνα και δύο κομμάτια κονσέρβας τόνου. Για γλυκό, λίγα αμύγδαλα, μπισκότα και χουρμάδες.

Μετά την ώρα της προσευχής, ο Αλί και ο Αμπντούλ ετοίμασαν τις καμήλες και συνεχίσαμε για ακόμα 5 χιλιόμετρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, μαζεύαμε αποξηραμένα κλωνάρια από θάμνους για τη βραδινή φωτιά. Οι αμμόλοφοι έδιναν τη θέση τους σε ένα πλατό περίπου 3 χιλιομέτρων, με τερέν που έμοιαζε με σπασμένο, ψημένο πηλό. Ο αέρας σε κάποια ανοίγματα ήταν ιδιαίτερα δυνατός.
Πλησιάσαμε σε μια σειρά από εντυπωσιακούς αμμόλοφους. Ο Αλί μου είπε ότι θα σταματούσαμε εδώ για να κατασκηνώσουμε, ώστε και τα ζώα να ξεκουραστούν και να τραφούν. Στήσαμε τις σκηνές και ανάψαμε φωτιά. Ο Αμπντούλ ανέλαβε το μαγείρεμα, ενώ ο Αλί φρόντιζε τις καμήλες. Το βραδινό μας ήταν τανζίν – λαχανικά με δύο κομμάτια κρέας και σούπα.
Καθώς ο ήλιος βυθιζόταν στον ορίζοντα, η Σαχάρα άλλαζε. Το ηλιοβασίλεμα βάφει την άμμο με χρώματα που σε μαγεύουν. Η ζέστη εξαφανίζεται και το κρύο τη διαδέχεται απότομα. Η άμμος έχει την τάση να αποβάλει πολύ γρήγορα τη θερμότητα, και έτσι, από τους 30 βαθμούς, η θερμοκρασία έπεσε στους 10.
Με το φαγητό να έχει τελειώσει και τη φωτιά να καίει χαμηλά, η σιωπή της ερήμου απλώθηκε γύρω μας. Ο ήλιος είχε πλέον σβήσει, και μας άφησε κάτω από έναν έναστρο ουρανό χωρίς φεγγάρι. Ήμασταν μόνοι, κάτω από δισεκατομμύρια αστέρια, σε ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία του πλανήτη. Άκουγα το τραγούδι του ανέμου, καθώς σμίλευε τους αμμόλοφους – και μετά, σιωπή. Και από πάνω, το άπειρο. Ατελείωτο. Αχανές.
Αλήθεια, τι μένει όταν σταθείς ακίνητος και μόνος στην καρδιά της ερήμου, απέναντι σε έναν κόσμο που καταναλώνεται από θόρυβο και κίνηση; Ίσως, η πιο καθαρή εκδοχή του εαυτού σου απέναντι στο σύμπαν.


Ημέρα 2 – Erg Ezzahar: Ανάβαση στον Αμμόλοφο των Ψιθύρων (45/100 KM)
Το βράδυ έκανε αρκετό κρύο και δεν μπόρεσα να κοιμηθώ καλά. Η ώρα είχε ήδη πάει 9 το πρωί και ετοιμάζαμε το πρωινό μας: μια μικρή ομελέτα με ψωμί της ερήμου, λίγο βούτυρο με μαρμελάδα και το παραδοσιακό τσάι. Ο Αλί, μετά την προσευχή, άρχισε να ετοιμάζει τις καμήλες και να ξεστήνει τις σκηνές.
Συνεχώς ακουγόταν ένας υπόκωφος θόρυβος από τον άνεμο, καθώς διαπερνούσε τους αμμόλοφους. Σε λίγα λεπτά, οι καμήλες είχαν φορτωθεί και τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή μας την προηγούμενη νύχτα. Τίποτα εδώ δεν μένει το ίδιο. Τα πάντα παραδίδονται στη δύναμη της ερήμου. Τα πάντα εξαφανίζονται και μεταμορφώνονται μέσα στην άμμο.
Ξεκινήσαμε για μια πεζοπορία περίπου 20 χιλιομέτρων γύρω στις 10:30, με προορισμό τους ξακουστούς αμμόλοφους του Erg Ezzahar. Το ό΄νομα σημαίνει “Αμμόλοφος της Τύχης” ή “Αμμόλοφος των Ψιθύρων” στα Αραβικά. Από εκεί θα μπορούσαμε να απολαύσουμε το ηλιοβασίλεμα. Οι αμμόλοφοι αυτοί αποτελούν μέρος του ευρύτερου ερημικού συστήματος Erg Chigaga, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα αμμόλοφων στη χώρα. Βρίσκονται νοτιοδυτικά της M’Hamid.
Οι αμμόλοφοι είναι γνωστοί για το εντυπωσιακό τους ύψος και τις απότομες κλίσεις τους, προσφέροντας μαγευτικά τοπία με χρυσαφένια άμμο, που αλλάζει αποχρώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μπορούν να φτάσουν σε ύψη έως και 300 μέτρα, ενώ το συνολικό υψόμετρο του Ezzahar εκτιμάται στα 600-800 μέτρα.
Η πεζοπορία ήταν επίπονη και το τοπίο άλλαζε συνεχώς. Άμμος, πηλός και χώμα ήταν τα κύρια στοιχεία του εδάφους. Προσπεράσαμε μια συστάδα χαμηλών βράχων, γύρω από τους οποίους υπήρχε μια περιοχή με μικρά βότσαλα. Ο Αλί μού εξήγησε ότι η Σαχάρα, πριν από εκατομμύρια χρόνια, ήταν θάλασσα και πράγματι, επάνω στους βράχους μπορούσες να δεις απολιθώματα από θαλάσσιους οργανισμούς.
Η πεζοπορία διήρκησε σχεδόν 5 ώρες, με μόνο μία εικοσάλεπτη στάση. Ο Αλί επέμενε ότι έπρεπε να φτάσουμε στο Erg Ezzahar πριν πέσει ο ήλιος, ώστε να προλάβουμε το ηλιοβασίλεμα. Φτάσαμε στο σημείο του camp περίπου στις 16:00. Η κορυφή του Αμμόλοφου των Ψιθύρων ξεχώριζε επιβλητικά μπροστά μας. Στήσαμε τις σκηνές και ετοιμάσαμε μεσημεριανό.
Τα χείλη μου είχαν ξεραθεί τελείως. Η κόπωση και η αφυδάτωση δεν θα μου έκαναν εύκολη τη διαδρομή των 2 χιλιομέτρων μέχρι την κορυφή του αμμόλοφου. Εκείνο το απόγευμα δεν έφαγα μεσημεριανό – τσίμπησα λίγους χουρμάδες και μπισκότα.
Μια ώρα αργότερα, τα πόδια μου διέσχιζαν τους αμμόλοφους, για να δω το ηλιοβασίλεμα από την κορυφή του Erg Ezzahar. Είχα αφήσει τα παπούτσια μου στη σκηνή και περπατούσα ξυπόλητος. Μαζί μου ανέβηκε και ο Αμπντούλ. Τα τελευταία 800 μέτρα ήταν Γολγοθάς.

Φτάσαμε στην κορυφή γύρω στις 18:15, ακριβώς την ώρα που ο ήλιος έδυε. Κόσμος είχε μαζευτεί, καθώς ο συγκεκριμένος αμμόλοφος θεωρείται αξιοθέατο. Στην κορυφή συνάντησα και τον Jaden. Μου είπε ότι θα ήταν η τελευταία του νύχτα και ότι αύριο θα γυρνούσε στην M’Hamid.
Η στιγμή του ηλιοβασιλέματος είναι πραγματικά μαγική και αν ποτέ βρεθείς στην κορυφή του Erg Zehar κατά τη δύση του ήλιου, κράτα τα μάτια σου ανοιχτά—ίσως καταφέρεις να δεις τη “πράσινη λάμψη” (green flash).
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι αμμόλοφοι σκεπάστηκαν γρήγορα από τη νύχτα και η θερμοκρασία άλλαξε δραματικά. Ακόμα δύο χιλιόμετρα μέσα στο σκοτάδι. Χαιρέτησα τον Jaden και τον οδηγό του και συνέχισα με τον Αμπντούλ προς το δικό μας camp. Ο Αλί, σκαρφαλωμένος σε έναν αμμόλοφο με ένα μικρό φακό, μας έγνεφε για να μη χάσουμε τον δρόμο.
Φτάσαμε στη σκηνή και ξεκινήσαμε τις ετοιμασίες για το βραδινό γεύμα: σούπα και τανζίν. Ο ουρανός ήταν τόσο καθαρός, που σχεδόν ένιωθες πως μπορούσες να βουτήξεις μέσα του. Σκαρφάλωσα σε έναν αμμόλοφο, για να απολαύσω καλύτερα τη θέα του ουρανού, όταν ξαφνικά ο Αλί όρμησε έξω από τη σκηνή, κάνοντας θόρυβο με ένα ντενεκέ.
Κυνηγούσε ένα Καρακάλ (αγριόγατα της ερήμου), που είχε πλησιάσει γεμάτο περιέργεια και προσπάθησε να τρυπώσει μέσα στη σκηνή μας. Η κούραση και το ζεστό δείπνο δεν άφησαν πολλά περιθώρια. Έκλεισα τα μάτια.
Μια ακόμα ημέρα στην καρδιά της ερήμου είχε τελειώσει.
Και αύριο, θα με δοκίμαζε ξανά.


Ημέρα 3 – Oued Draa: Η Ιστορία του Αλί (64/100 KM)
Παγωνιά, ξυπνήσαμε αρκετά πρωί και ετοιμάσαμε πρωινό με τα καθιερωμένα αυγά, ψωμί μαρμελάδα. Η μικρή μπλε τσαγιέρα σφύριζε ανέμελα. Τσάι της ερήμου με κύβους ζάχαρης. Το ανακάτεμα του γίνεται ευλαβικά. Ένα μικρό καθημερινό τελετουργικό. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να ζεσταίνουν τους αμμόλοφους προμηνύοντας μια ακόμα απαιτητική ημέρα. Φορτώσαμε τις καμήλες και ξεκινήσαμε το περπάτημα αφήνοντας πίσω μας τους αμμόλοφους και το Erg Ezzahar.
Το τοπίο μετά από περίπου 8 χλμ άλλαξε δραματικά. Έμοιαζε σαν να περπατάς σε ένα τεράστιο πυθμένα αποξηραμένης λίμνης. Λασπώδες και σκληρό ραγισμένο έδαφος. Μεγάλα κομμάτια πηλού ψημένα από τον ήλιο, θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια μας. Έξι μήνες νωρίτερα, ισχυρές βροχοπτώσεις είχαν πλήξει το Μαρόκο και τα σημάδια τους ήταν εμφανή. Όσο προχωρούσαμε, μικρές νησίδες πρασινάδας και χαμηλής βλάστησης άρχισαν να εμφανίζονται, πυκνώνοντας σταδιακά.
Περάσαμε από τη ξερή κοίτη του Oued Draa. Ο μεγαλύτερος άνυδρος ποταμός που πηγάζει από τα βουνά του Άτλαντα με μήκος 1100 χλμ. Οι εκβολές του ήταν γεμάτες με σκουρόχρωμα βότσαλα. Λίγα μέτρα παρακάτω βρήκαμε ένα πηγάδι. Το υπερυψωμένο κομμάτι του ήταν φτιαγμένο από κομμάτια πηλού και υπήρχε χαραγμένο στην επιγραφή του η χρονολογία 2001. Κοίταξα μέσα και ήταν γεμάτο. Ο Αμπντούλ εξήγησε ότι το νερό ήταν υφάλμυρο και προοριζόταν για τα ζώα. Μου είπε πως σε όλη την περιοχή υπήρχαν διάσπαρτα πηγάδια, κάποια εκ των οποίων ήταν πιο σύγχρονα, με ηλιακά πάνελ και γεωτρήσεις που εξασφάλιζαν πόσιμο νερό.

Μετά από άλλη μία ώρα πορείας, σταματήσαμε για ξεκούραση. Είχαμε καλύψει 19 χιλιόμετρα και η εξάντληση ήταν πλέον αισθητή. Καμήλες και άνθρωποι νοιώθαμε την εξάντληση κάτω από το καυτό ήλιο. Αναζητήσαμε λίγη σκιά κάτω από κάτι θάμνους, ριζωμένους στους αμμόλοφους.
Το μεσημεριανό μας περιείχε ρεβίθια από κονσέρβα, σαλάτα και λίγο τόνο. Καθίσαμε μέσα στη σκηνή πάνω στα πολύχρωμα κιλίμια και φάγαμε με όρεξη. Τα ζώα στο βάθος έβοσκαν και ξεκουράζονταν. Μετά το μεσημεριανό μαζέψαμε ξύλα για τη βραδινή φωτιά και τσεκάραμε τις προμήθειες. Το νερό μου λιγόστευε – είχαν απομείνει περίπου 5 λίτρα, ίσως αρκετά για άλλη μία μέρα. Οι μπαταρίες του φωτογραφικού εξοπλισμού και των power banks πλησίαζαν στο τέλος τους.
Η κούραση άρχισε να γίνεται αισθητή σε κάθε σημείο του σώματος. Τα πόδια πονούσαν, η πλάτη είχε αρχίσει να πιάνεται από το βάρος του backpack, τα χείλη μου ήταν σκασμένα και το πρόσωπό μου έκαιγε από τον ήλιο. Παρ’ όλα αυτά, η ψυχολογία μου παρέμενε δυνατή. Ήμασταν εντός προγράμματος, με 36 χιλιόμετρα να μας χωρίζουν από την ολοκλήρωση του εγχειρήματος.
Το βράδυ, μαγειρέψαμε τανζίν και ψήσαμε ψωμί της ερήμου μέσα στην άμμο (Taguella). Χορτάτοι, καθίσαμε γύρω από τη φωτιά. Ο Αλί μάς διηγήθηκε μια ιστορία για τον προπάππου του, που ήταν κυνηγός γαζέλας και έμπορος. Μας αφηγήθηκε πώς ένας αδίστακτος άνθρωπος τον είχε εγκαταλείψει στην έρημο, κλέβοντάς του τις καμήλες και τα θηράματα, αφήνοντάς τον χωρίς νερό και τροφή. Παρόλα αυτά, κατάφερε να επιβιώσει και να επιστρέψει στο χωριό του.
Μια ιστορία θέλησης και επιβίωσης απέναντι στη σκληρή φύση της ερήμου. Απέναντι στη σκληρή φύση του ανθρώπου. Σκεφτόμουν ότι η δύναμη του ανθρώπου φαίνεται στις στιγμές που του παίρνουν τα πάντα. Στις στιγμές που αποφασίζει να συνεχίσει.
Ο αέρας της νύχτας είχε γίνει πιο ψυχρός. Οι φλόγες της φωτιάς τρεμόπαιζαν, ρίχνοντας σκιές πάνω στους αμμόλοφους. Το κορμί μου βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην κούραση της ημέρας, αλλά το μυαλό παρέμενε εκεί, να σκέφτεται την ιστορία του Αλί και την απεραντοσύνη της ερήμου.
Ξάπλωσα στη σκηνή μου, τύλιξα τη μαντήλα πιο σφιχτά γύρω από το πρόσωπό μου και έκλεισα τα μάτια. Η φωτιά έσβηνε σιγά σιγά, το ίδιο κι εγώ. Αποκοιμήθηκα.


Ημέρα 4 – Νότια του Oued Naam: Η Οργή της Ερήμου (86/100 KM)
Ίσως η πιο κρύα νύχτα μέχρι στιγμής. Η τέταρτη ημέρα ξεκίνησε όπως και οι προηγούμενες: με τον γνώριμο ήχο του βραστήρα και το γλυκό, καυτό τσάι να ζεσταίνει το σώμα. Στον αέρα δεν υπήρχε ανησυχία—μόνο η κούραση των ημερών. Το πλάνο ήταν ξεκάθαρο: 22 χιλιόμετρα σήμερα και τα υπόλοιπα 14 το ξημέρωμα της επόμενης, ώστε να φτάσω στην M’Hamid και να προλάβω εγκαίρως το λεωφορείο για το Marrakesh, πριν από την πτήση μου. Τα περιθώρια ήταν στενά, αλλά όλα έδειχναν ότι βρισκόμασταν εντός προγράμματος. Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζαμε. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.
Στα πρώτα χιλιόμετρα συναντήσαμε ένα κοπάδι από άγριες καμήλες που έβοσκαν νωχελικά στις παρυφές της πράσινης έκτασης. Από εκεί και πέρα, τίποτα. Ένας ατελείωτος, νεκρός καμβάς. Σκληρή άμμος. Πέτρα. Χαμηλοί αμμόλοφοι. Τοπίο απόκοσμο.
Είχαμε περπατήσει σχεδόν 10χλμ και ο ήλιος ανέβαινε ψηλά. Κάθε βήμα πλέον γινόταν βαρύτερο από το προηγούμενο. Και τότε, ο άνεμος άλλαξε. Ο Αμπντούλ ήταν ο πρώτος που το κατάλαβε. Κοίταξε τον ουρανό, έπειτα την κατεύθυνση του ανέμου. “Αυτό δεν μοιάζει καλό,” είπε. Λίγα λεπτά αργότερα, ο ορίζοντας σκοτείνιασε. Ένα πυκνό, σκουρόχρωμο σύννεφο άμμου σηκωνόταν από το έδαφος και πλησίαζε γρήγορα. «Αμμοθύελλα», είπε ο Αλί.
Τυλίξαμε σφιχτά τις μαντήλες στα πρόσωπά μας, χαμηλώσαμε τα κεφάλια, σκύψαμε προς τα κάτω. Η έρημος ξύπνησε σαν οργισμένο θηρίο. Ο αέρας λυσσομανούσε, η άμμος τρυπούσε το δέρμα. Δεν έβλεπες τίποτα πέρα από ένα θολό πορτοκαλί χάος. Η αναπνοή έγινε δύσκολη, καθώς η λεπτή σκόνη βρήκε τον δρόμο της μέσα από κάθε κενό. Τα σώματά μας έγειραν μπροστά για να μην μας παρασύρει ο αέρας. Δεν υπήρχε προσανατολισμός. Δεν υπήρχε σημείο αναφοράς.

Η ώρα περνούσε είχαμε διανύσει συνολικά 14χλμ και η θύελλα όλο και δυνάμωνε. Οι καμήλες άρχισαν να μουγκανίζουν και να αντιδρούν νευρικά. Ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάλυψη, βρήκαμε ένα σύμπλεγμα από Daghmouss (Euphorbia). Μικρά αγκαθωτά, θαμνώδη δέντρα με γαλακτώδη χυμό.
Μοιάζουν κάπως με συκιές αλλά δεν είναι. Τα φύλλα τους εκκρίνουν λευκό γαλακτώδες υγρό (λατεξ) όταν κοπούν. Το γαλάκτωμα τους είναι τοξικό και άκρως επικίνδυνο. Σε κάποιες αφρικανικές φυλές, το χρησιμοποιείται για δηλητηριώδη βέλη. Μπορεί να προκαλέσει τύφλωση αν έρθει σε επαφή με τα μάτια, δερματικούς ερεθισμούς και εγκαύματα.
Γονατίσαμε πίσω τους και χωθήκαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε για να γλιτώσουμε από την οργή της ερήμου. Δεν ήταν ιδανικά, αλλά ήταν το μόνο που είχαμε. Ο Αλί με κοίταξε και μου είπε: “Η αμμοθύελλα της ερήμου, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις από αυτή. Θα μείνουμε εδώ” Μιλούσε δυνατά για να ακουστεί μέσα στο χάος.
Δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Με πολύ κόπο στήσαμε σκηνή πίσω από τη συστάδα των Daghmouss. Κοιταχτήκαμε με τον Αμπντούλ. Εκείνος έλεγξε τα αποθέματα. Λιγότερο από μισό λίτρο νερού ανάμεσα μας. Όχι αρκετό για όλους.
Ξάπλωσα πίσω στη σκηνή. Το σώμα μου πονούσε, τα χείλη μου είχαν ξεραθεί εντελώς. Τα μάτια μου ήταν ξηρά, σκασμένα από τη ζέστη και τη σκόνη. Το μυαλό μου γύριζε ξανά και ξανά στην ίδια σκέψη: πόσο αντέχει πραγματικά ένας άνθρωπος χωρίς νερό;
Είχαμε ακόμα 22 χλμ να καλύψουμε για να συμπληρώσουμε τα 100 και η αποστολή κινδύνευε να τερματιστεί εδώ.
Δεν είχαμε νερό. Δεν είχαμε αντοχές. Και η θύελλα δεν έλεγε να σταματήσει.
Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε εγκλωβισμένοι μέσα στο χάος, όταν άρχισε τελικά να κοπάζει. Ο ήλιος θα έδυε σε λίγες ώρες. Η άμμος συνέχιζε να αιωρείται στον αέρα, αλλά ο άνεμος είχε αρχίσει να πέφτει. Ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά στον ουρανό.
Δύο ώρες.
Αυτό ήταν το μόνο χρονικό παράθυρο που είχαμε πριν βραδιάσει. Δύο ώρες για να καλύψουμε τουλάχιστον 8 χλμ προς τα εμπρός. Δεν υπήρχαν περιθώρια. Με τον Αμπντούλ και τις καμήλες, ξεκινήσαμε να κινούμαστε. Έπρεπε να καλύψουμε αυτή την απόσταση.
Ο Αλί επικοινώνησε με το πατέρα του και του έδωσε το στίγμα για το που είχαμε κατασκηνώσει. Του ζήτησε να μας προμηθεύσει με νερό. Μαζί, θα φόρτωναν τα υπόλοιπα πράγματα σε ένα παλιό Toyota Hilux. Από εκεί, θα μας προσπερνούσαν και θα έστηναν την κατασκήνωση 8 χλμ μακρύτερα.
Τα 8 πιο δύσκολα χλμ της διαδρομής. Δαρμένος από την μανία της θύελλας και με εμφανή τα σημάδια της αφυδάτωσης προσπαθούσα να κάνω ένα ακόμα βήμα. Σκεφτόμουν το λόγο αυτής της περιπέτειας. Είχα ξεκινήσει αυτό το ταξίδι ώστε να μαζευτούν χρήματα για κόσμο που δεν έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό μέσω της charity:water. Και τώρα; Hμουν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Βίωνα την ανάγκη για μια σταγόνα νερό.
Τι απομένει όταν αφήνεις πίσω σου κάτι που θεωρείς δεδομένο; Όλα όσα γνωρίζεις, όλα όσα σε κρατούν ασφαλή. Κοιτάζω γύρω μου την απεραντοσύνη του τίποτα. Τη μεγάλη έρημο. Το μεγάλο κενό. Και το μόνο που σκέφτομαι είναι λίγο νερό.

Ανεβήκαμε έναν λόφο. Μπροστά μας απλωνόταν η ίδια ατελείωτη έκταση σκόνης και πέτρας, ώσπου ξαφνικά, στη μέση του πουθενά, ένα μοναχικό δέντρο εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Το πρώτο δέντρο που έβλεπα εδώ και μέρες. Είχαμε καλύψει περίπου πέντε χιλιόμετρα. Η δίψα είχε γίνει αφόρητη. Δεν υπήρχε άλλη σκέψη. Με είχε καταπιεί. Το κινητό του Αμπντούλ χτύπησε. Ήταν ο Αλί. “Σας άφησα μια μπουκάλα πέντε λίτρων κάτω από το δέντρο. Θα πάω με τον πατέρα μου να στήσω τη σκηνή και να ετοιμάσω βραδινό πριν πέσει το σκοτάδι.”
Αφήσαμε τις καμήλες να συνεχίσουν αργά μπροστά. Τα βήματά μας έγιναν πιο γρήγορα. Η σκέψη του νερού μας έσπρωχνε μπροστά. Η δίψα ήταν πιο δυνατή από την ανάγκη να αναπνεύσω. Έφερα το νερό στο στόμα μου και ένιωσα κάθε κύτταρο του σώματός μου να ξυπνάει ξανά. Η πρώτη γουλιά δεν ήταν απλά νερό. Ήταν ζωή. Ο Αμπντούλ με κοίταξε. “Τώρα μπορείς να αναπνεύσεις ελεύθερα“ είπε. Έβαλα τα γέλια.
Φτάσαμε στη σκηνή καθώς έπεφτε το ηλιοβασίλεμα εξουθενωμένοι. Ο Αλί με το πατέρα του μας περίμεναν. Είχαν ετοιμάσει τα πάντα. Είχαμε κάνει συνολικά 22 χλμ. Κάτσαμε γύρω από τη φωτιά. Ένα ζεστό φαγητό μετά από αυτή τη κόλαση άμμου έμοιαζε όνειρο.
Ο πατέρας του Αλί μας χαιρέτησε γελώντας και έφυγε. Είμαστε ασφαλείς γύρω από τη φωτιά. Ο Αλί άρχισε να τραγουδάει. Ο Αμπντούλ τον ακολούθησε, χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια. Ήμουν εξαντλημένος. Δαρμένος από την αμμοθύελλα. Καμένος από τον ήλιο και είχα βιώσει το τι σημαίνει πραγματικά να διψάς σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Επιβίωσα όμως στη μέση του τίποτα κερδίζοντας κάτι αληθινό. Δυο καλούς φίλους και ένα κομμάτι του εαυτού μου. Απόλαυσα το τελευταίο βράδυ στην έρημο κοιτώντας τον ουρανό.
Στο βάθος, οι ανταύγειες από τα φώτα της M’Hamid αχνοφαίνονταν.
Μας έμεναν ακόμα 14 χλμ. Αλλά δεν είχε πλέον καμία σημασία.
Στην καρδιά μας, είχαμε ήδη ζήσει την περιπέτεια των 100 χλμ στη Σαχάρα.


Ημέρα 5 – Επιστροφή στην M’Hamid (100/100 KM)
Την Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου 2025, στις 13:55 το μεσημέρι, έφτασα στην πόλη M’Hamid, ολοκληρώνοντας 100 χιλιόμετρα μέσα στην έρημο Σαχάρα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, εγώ, ο Αμπντούλ, ο Αλί και όλοι όσοι συνέβαλαν σε αυτή την προσπάθεια, δεν είχαμε απλώς πετύχει τον στόχο μας, αλλά είχαμε καταφέρει να συγκεντρώσουμε πόρους που εξασφάλισαν καθαρό νερό, αλλάζοντας για πάντα τη ζωή 35 ανθρώπων.
Αφιερωμένο στην οικογένειά μου.
Ένα τεράστιο ευχαριστώ σε:
Sahara Mystery, QMS Maritime Training Center, Ascend Hikes, Nakas Blue, Αλχημιστής Beer Bar, Kefallonitis Lift, Tink Workshop
Σε Μάριο Γιαννάκου και Σταύρο Ξυτσά για τη στήριξή τους.
Στις φίλες μου Έλσα και Δώρα για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Και τέλος, στην Εριέττα, για την αμέριστη υποστήριξή της και τις νύχτες αγωνίας που μοιραστήκαμε.

Χρησιμοποιώντας τους συνδέσμους μου για τις αγορές ή τις κρατήσεις σου, βοηθάς το blog χωρίς επιπλέον κόστος για σένα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποστήριξή σου!