
Camino de Santiago
ISLE OF SKYE
GREEK EXPLORER
Ένα οδοιπορικό παραμύθι στο Νησί της Ομίχλης
“There are times when all the world’s asleep.The questions run too deep
― Supertramp
For such a simple man. Won’t you please, please tell me what we’ve learned?”
Το εικονογραφημένο παραμύθι εμπνεύστηκε από τη διαδρομή που ακολουθεί.
🎧 Ζήσε την ιστορία του Isle of Skye στο Spotify!

Άκουσε την αφήγηση κάθε κεφαλαίου ή ταξίδεψε διαβάζοντας τις λέξεις...
Το αφήγημα που ακολουθεί ανήκει εξ ολοκλήρου στη φαντασία… Ίσως και όχι.
“Υπάρχουν μέρη που δεν τα βρίσκεις σε χάρτες.
Υπάρχουν δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά, μόνο βαθύτερα μέσα σου.
Και υπάρχουν στιγμές που δεν χρειάζονται προορισμό — μόνο το κουράγιο να ξεκινήσεις.”
Το ταξίδι στην έρημο είχε μόλις τελειώσει. Άμμος, ήλιος, μοναξιά, καταπόνηση. Μια σιωπηλή εξόντωση που σε έτρωγε από μέσα. Κι όμως, ένιωθα πως το πιο ανεξερεύνητο τοπίο απ’ όλα βρισκόταν κάπου βορειότερα.
Όχι στη γη, αλλά μέσα μου.
Είχα κρατήσει για καιρό τη μικρή κάρτα. Δεν ήξερα από πού είχε έρθει. Απλώς με διάλεξε. Ήταν κιτρινισμένη στις άκρες, σαν κάτι που περίμενε να το βρεις. Επάνω της, μια λέξη και μια διεύθυνση: Allan Street, Aberdeen.
Δεν είχε σημασία πότε ή πώς. Την είχα φυλάξει όπως φυλάμε πράγματα χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Ίσως γιατί κάθε άνθρωπος χρειάζεται έναν χάρτη, ακόμα κι όταν δεν σκοπεύει να τον ακολουθήσει. Γιατί μερικές διευθύνσεις δεν δείχνουν το πού, αλλά το πότε.
Εκείνη τη μέρα, αποφάσισα να την πιστέψω.
Μάζεψα ό,τι δυνάμεις μου είχαν απομείνει, τις στρίμωξα σε μια παλιοβαλίτσα και πέταξα για τη Σκωτία. Προορισμός η γρανιτένια πόλη.
Έφτασα νύχτα στο Aberdeen.
Οι δρόμοι μύριζαν υγρασία, τσιγάρο και κάτι γνώριμο που δεν μπορώ να ονομάσω. Επιβιβάστηκα σ’ ένα ταξί και ζήτησα να με πάει στην Allan Street. Εκεί ένιωθα πως με περίμενε κάτι που ήξερε πολλά περισσότερα από μένα. Όταν έφτασα ήταν ήδη εκεί. Δεν ήξερα από πού είχε έρθει. Αλλά ήταν εκεί.
Ο οδηγός μου σε αυτό το περίεργο ταξίδι ήταν ένας μικρός ιθαγενής. Δεν φορούσε φτερά, δεν μιλούσε με ζώα – αλλά καταλάβαινε τη σιωπή καλύτερα από οποιονδήποτε. Ήξερε πότε να σταματήσει. Πότε να μη ρωτήσει. Πότε να μ’ αφήσει να χαθώ, κι όταν χανόμουν, ήξερε να μου δείχνει το δρόμο χωρίς να λέει λέξη.
Τα μάτια του δεν έβλεπαν τον κόσμο. Τον θυμόντουσαν.
Κι εγώ δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από ένας περιηγητής, κυνηγώντας τέρατα, στοιχειωμένα κάστρα και χαμένες νεράιδες.
Όχι γιατί τα πίστευα. Αλλά γιατί μάλλον ήθελα να πιστέψω.

Απόδραση στο Βορρά
Ξεκινήσαμε νωρίς.
Το είπαμε road trip, αλλά ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ένα στοίχημα με τον καιρό και τη σιωπή. Ο ουρανός ήταν μολυβί και συννεφιασμένος. Το αυτοκίνητο μας γλιστρούσε πάνω στην άσφαλτο. Γύρω μας ξεδιπλώνονταν τα πρώτα δάση. Αυτά τα σκωτσέζικα δάση που δεν μοιάζουν με άλλα. Πυκνά, ψυχρά, σχεδόν αρχαία. Οι κορμοί των δέντρων ήταν γεμάτοι βρύα, και ο αέρας γύρω τους μύριζε μυστήριο.
Ομίχλη κρεμόταν χαμηλά, σαν να προστάτευε κάτι που δεν έπρεπε να δούμε. Ο μικρός ιθαγενής καθόταν δίπλα μου, σιωπηλός.
Κοίταζε τα δέντρα σαν να επικοινωνούσε μαζί τους. Περάσαμε γρήγορα το Stonehaven και κατευθυνθήκαμε προς το Inverness. Σταματήσαμε για λίγο φαγητό, τίποτα το ιδιαίτερο. Ένα εστιατόριο αλυσίδας γρήγορου φαγητού με ξεχασμένη μουσική και κουρασμένες σερβιτόρες.
Ο ιθαγενής έφαγε σιωπηλά. Εγώ τον παρατηρούσα. Είχε αυτή τη γαλήνη που μόνο οι παλιοί εξερευνητές κουβαλούν, αυτοί που έχουν μάθει να μη λένε ποτέ όλα όσα γνωρίζουν.
Έπειτα ο δρόμος μας έφερε στη Loch Ness. Η λίμνη ξεπρόβαλε ξαφνικά ανάμεσα στα δέντρα – μαύρη, αμίλητη, ατελείωτη.
Ο άνεμος φυσούσε ανακατεύοντας τα νερά. Οδηγούσα παράλληλα με την όχθη. Ένιωθα τα μάτια της λίμνης να μας παρακολουθούν. Δεν είδα τέρας. Μα το πίστεψα. Γιατί υπάρχουν μέρη που κουβαλούν ιστορίες όχι επειδή συνέβησαν, αλλά επειδή τις χρειάζεσαι.
Ο ιθαγενής γύρισε και με κοίταξε. Δεν είπε τίποτα. Απλώς χαμογέλασε αχνά, σαν να ήξερε ότι κάπου εκεί κάτω, στα βάθη, κοιμόταν κάτι που μας αφορούσε. Κι εγώ, ο απλός ταξιδιώτης, ακολούθησα τον δρόμο. Χωρίς ερωτήσεις. Μόνο με μια εσωτερική υπόσχεση: Να γνωρίσω αυτόν τον ατελείωτο, μυστηριώδη τόπο. Όπως θα έκανε κάθε σωστός εξερευνητής μπροστά σε μια γη που δεν ανήκει στους ανθρώπους. Αλλά στους θρύλους της.

Eilean Donan: Το Κάστρο της Σιωπής
Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει, σαν να ήθελε να μας προειδοποιήσει. Η άσφαλτος ήταν σκοτεινή και το τιμόνι μου φαινόταν βαρύ. Το φως της ημέρας χανόταν πίσω από τα σύννεφα καθώς πλησιάζαμε. Και τότε, εκεί, στη συμβολή των λιμνών Duich, Long και Alsh, σαν να ξεπήδησε μέσα απ’ το σκοτάδι, το Eilean Donan. Ένα κάστρο χτισμένο πάνω σε νησί, πέτρα πάνω στη πέτρα, κι ανάμεσά τους αιώνες. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Μόνο εμείς.
Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο και στάθηκα απέναντί του. Έμοιαζε εγκαταλελειμμένο όχι από ανθρώπους, αλλά από τον ίδιο τον χρόνο. Ο αέρας φυσούσε ακανόνιστα, σαν να κουβαλούσε ξεχασμένες φωνές. Ο μικρός ιθαγενής πλησίασε αθόρυβα. Χωρίς να με κοιτάξει και άρχισε να μιλά.
«Το λένε το νησί του Donan. Από έναν άγιο, λένε, που πέθανε εδώ. Άλλοι λένε πως εδώ γεννήθηκε ένα παιδί που μπορούσε να μιλά με τα πουλιά. Έφυγε, ταξίδεψε, έγινε πολεμιστής, και γύρισε πλούσιος και σοφός. Έχτισε το κάστρο για να προστατεύει τα Highlands από τους εχθρούς.»
Σώπασε για λίγο, μετά συνέχισε.
– Λένε πως κάποτε το πλήγωσαν, είπε σιγανά.
– Για τρεις μέρες ο ουρανός τότε σκοτείνιασε και η πέτρα δεν άντεξε. Έμεινε ρημαγμένο, ξεχασμένο, σιωπηλό. Κανείς δεν το πλησίαζε. Μονάχα η βροχή και ο άνεμος του κρατούσαν παρέα. Πέρασαν πολλά χρόνια έτσι. Κάποιος είπε διακόσια. Μπορεί και περισσότερα. Ώσπου μια μέρα, κάποιος το είδε και δεν το προσπέρασε. Δεν το είδε σαν ερείπιο, αλλά σαν υπόσχεση. Κι άρχισε να το ξαναχτίζει, πέτρα-πέτρα, χωρίς να ρωτά πόσο θα πάρει.» Έκανε μια μικρή παύση.
«Τώρα όλοι έρχονται να το δουν», είπε, «Κανείς όμως δεν κάθεται να το ακούσει στ’ αλήθεια.»
-Και τι λέει; ρώτησα.
Ο ιθαγενής δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε να κοιτάζει το κάστρο με τα χέρια στις τσέπες.
«Πιστεύεις πως θυμάται ακόμα;» τον ρώτησα ξανά.
«Όλα τα κάστρα θυμούνται», είπε ήσυχα.
«Και δεν λυπούνται;»
«Μόνο όταν τα ξεχνάς.»
Έμεινα σιωπηλός. Φαίνεται ότι ήξερε πολλά για τα κάστρα. «Αν σου ζητούσα να μου ζωγραφίσεις ένα κάστρο, πώς θα ήταν;» του είπα.
«Θα ήταν μόνο μια πέτρα και μια σκιά. Όλα τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα βρεις μόνος σου.»
Και τότε ένιωσα πως ίσως αυτό το μέρος να μην ήταν απλώς ένα αξιοθέατο αλλά ένα πέρασμα. Από ό,τι ήσουν… σ’ αυτό που έμελλε να γίνεις.
Πριν φύγουμε, έριξα άλλη μια ματιά πίσω. Ομίχλη είχε αρχίσει να καλύπτει τις πολεμίστρες. Το κάστρο χανόταν. Ή ίσως απλώς τραβιόταν πίσω στον χρόνο, εκεί όπου ανήκει.
Ο δρόμος προς το Skye μας περίμενε.

Neist Point: Εκεί που τελειώνει ο κόσμος
Το επόμενο πρωί βρεθήκαμε να περπατάμε στο Neist Point. Ο καιρός ήταν ήσυχος, σχεδόν διστακτικός, κι εμείς ακολουθούσαμε ένα μονοπάτι που δεν φαινόταν να οδηγεί πουθενά. Ο ιθαγενής με οδήγησε σ’ ένα σκουριασμένο κιγκλίδωμα και μια παλιά σειρά από τσιμεντένια σκαλοπάτια που ξεκινούσαν μέσα από τη γη και έπεφταν προς τη θάλασσα. Ήταν ατελείωτα, σαν κάποιος να τα είχε χτίσει για να φτάσει σε κάτι που ποτέ δεν πλησίασε αρκετά.
«Μέχρι πού φτάνει η σκάλα;» τον ρώτησα.
Δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε τη θάλασσα. Ύστερα γύρισε και μου χαμογέλασε.
Οπουδήποτε, είπε. Και με το χέρι μου έδειξε τη γραμμή όπου ο ουρανός άγγιζε τον ωκεανό.
«Να εκεί – Πέρα από τον ορίζοντα.»
Φτάσαμε στον φάρο. Έμοιαζε ξεχασμένος από τον χρόνο, αλλά όχι εγκαταλελειμμένος. Ένα κίτρινο φως αχνοφαίνοταν μέσα απ’ τα σύννεφα και φώτιζε τους τοίχους του. Πήδηξα μέσα απ’ ένα παλιό άνοιγμα και βρέθηκα σε μια μικρή αυλή. Εκεί υπήρχε μια ψησταριά, από αυτές που στήνουν οι ψαράδες για να ψήσουν τα φρέσκα τους ψάρια. Το αλάτι είχε ποτίσει το τσιμέντο. Γλίστρησα κι έπεσα, μια τούμπα γεμάτη χάρη και λάσπη.
Όταν σηκώθηκα, ο οδηγός μου είχε απομακρυνθεί. Κατευθυνόταν προς μια παλιά γραμμή φόρτωσης. Από εκείνες που τα καΐκια ανέβαζαν αλάτι, δίχτυα και ναυτικές ιστορίες. Ο βράχος έπεφτε κάθετα στο νερό και το μονοπάτι τελείωνε απότομα. Ένας μικρός γερανός στεκόταν μετέωρος στο χείλος κοιτάζοντας το κενό. Ίσως από συνήθεια. Ίσως περιμένοντας υπομονετικά κάποιο πλοίο να φανεί.
Ο ιθαγενής στεκόταν δίπλα του, χωρίς να αγγίζει τίποτα. Χαζεύοντας. Δεν κοίταζε τα μαύρα βότσαλα της άγριας ακτής, δε κοίταζε τα κύματα, αλλά ό,τι τον χώριζε από τον ουρανό.
Κοίταζε το ενδιάμεσο. Το λεπτό σημείο ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα.
Εκεί όπου ο κόσμος σταματά να είναι βέβαιος.

Fairy Glen: Στο μονοπάτι με τις νεράιδες
Δεν υπάρχει τρόπος να την περιγράψεις χωρίς να προδώσεις το μυστήριό της. Οι λόφοι είχαν παράξενες καμπύλες, σχεδόν σπειροειδείς. Το έδαφος απαλό, βελούδινο. Οι μικρές πέτρες έμοιαζαν να είχαν τοποθετηθεί εκεί με κάποιον σκοπό. Αδυνατούσα να καταλάβω.
Ο μικρός ιθαγενής με πλησίασε.
«Κλείσε τα μάτια σου και θα δεις», μου είπε.
Έπειτα περπάτησε μπροστά, χωρίς βιασύνη. Τον ακολούθησα σε όλο το μονοπάτι και κάθε μας βήμα μάς έφερνε πιο κοντά σε έναν παραμυθένιο κόσμο. Πιο κοντά στον εαυτό μας. Μέχρι που γίναμε ένα με τη φύση. Δεν υπήρχαν ταμπέλες. Ούτε χάρτες. Μονάχα σιωπή. Και ένα φως που μας ζέσταινε. Όχι όπως του ήλιου. Αλλιώτικο. Από μέσα.
Κάτσαμε για λίγο σ’ έναν πέτρινο κύκλο. Ο μικρός οδηγός έκλεισε τα μάτια. Εγώ όχι.
Ήθελα να θυμάμαι.
Έπειτα από λίγο σηκώθηκε απότομα, γύρισε και μου είπε: «Νομίζω ότι είναι ώρα για μεσημεριανό. Θα ήθελα μύδια, παρακαλώ.»
Χαμογέλασα.
Λίγη ώρα αργότερα κάναμε μια στάση σ’ ένα μικρό εστιατόριο που βρήκαμε στο δρόμο μας. Παραγγείλαμε. Ο ιθαγενής έφαγε δυο μεγάλες μερίδες μύδια και ένα γλυκό. Δεν είπε πολλά. Μόνο αυτό: «Τα μύδια εδώ μοιάζουν με μικρές καρδιές. Κλειστές απ’ έξω, μα αν τις ανοίξεις σωστά, πάντα έχουν κάτι που αξίζει»

Kilt Rock: Στην άκρη του ονείρου
Το Kilt Rock είναι ένας απόκρημνος βράχος, κι από την κορυφή του έπεφταν οι Mealt Falls — ένας καταρράκτης που βουτούσε με δύναμη στον Ατλαντικό. Ο αέρας φυσούσε ασταμάτητα. Όχι απλά σαν καιρός. Αλλά σαν να ήθελε να μας σπρώξει προς τα πίσω. Μου φάνηκε ότι έφερνε θορύβους που έμοιαζαν με ψίθυρους από έναν κόσμο παλιό που προσπαθούσε να θυμηθεί τον εαυτό του.
Ο μικρός ιθαγενής στεκόταν ακίνητος με μάτια του μισόκλειστα. Άκουγε προσεκτικά τι του ψιθύριζε ο άνεμος. Όχι με τ’ αυτιά, αλλά με την καρδιά.
Η μέρα έκλεισε στο Portree. Μια μικρή πίτσα, μια σύντομη κουβέντα για το τίποτα, και πάλι σιωπή. Ο οδηγός μου χαμογέλασε μόνο όταν ήρθε το φαγητό του. Σαν να ήξερε πως, σε αυτό το νησί, λίγα πράγματα είναι αληθινά και ένα απ’ αυτά ήταν σίγουρα η πείνα του.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο Atholl House, ένα παλιό σπίτι με χαμηλές πόρτες, χαλιά που μύριζαν περασμένα καλοκαίρια και έναν καθρέφτη στο χολ που σε κοίταζε πιο βαθιά απ’ όσο αντέχεις. Περάσαμε αρκετή ώρα στο μικρό ζεστό σαλονάκι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο μικρός ιθαγενής έπεσε για ύπνο χωρίς κουβέντα. Εγώ έμεινα λίγο ακόμη να χαζεύω.
Στο βάθος του δωματίου υπήρχε ένας πίνακας με ένα τοπίο που έμοιαζε πολύ στα fairy glen. Μα όσο τον κοιτούσα, κάτι άλλαζε. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω στον καμβά και μάλωνε με τις σκιές. Και τότε νομίζω για μια στιγμή τον είδα. Ο μικρός ιθαγενής βρισκόταν ανάμεσα στους λόφους, γελούσε και χοροπηδούσε. Γύρω του πετούσαν νεράιδες. Και εκείνος… έπαιζε μαζί τους.
Έκλεισα τα μάτια μου. Έγειρα το κεφάλι μου. Και ύστερα όλα ησύχασαν.

Fairy Pools: Τα Ποτάμια της Λήθης
Φάγαμε το πρωινό μας με όρεξη και με οδήγησε προς τα Fairy Pools, κοντά στο Glen Brittle. Ο δρόμος περνούσε μέσα από τοπία που έκοβαν την ανάσα γυμνά, αγριεμένα, αρχέγονα.
Όταν φτάσαμε, ο αέρας είχε κοπάσει. Το νερό ήταν ακίνητο, σαν καθρέφτης που περίμενε να σου δείξει κάτι που δεν ήθελες να δεις. Μικροί καταρράκτες έσμιγαν τις δεξαμενές σε έναν μαγικό χορό. Σαν να ένωνε χρόνους και ανθρώπους που δεν γνωρίστηκαν ποτέ.
Ο μικρός οδηγός πλησίασε την άκρη μιας λίμνης. Κοίταζε το νερό με τρόπο σιωπηλό, σχεδόν τελετουργικό. Πήρε μια μικρή πέτρα και την έριξε στο νερό. Ήταν κάτι στην κίνησή του που δεν μπορούσες να προσδιορίσεις. Μια χάρη που δεν είχε ηλικία.
«Ξέρεις εδώ έγινε η μάχη του Coire na Creiche», ψιθύρισε. «Η τελευταία και πιο αιματηρή ανάμεσα στους MacLeods και τους MacDonalds. Το νερό, λένε, έτρεξε κόκκινο.»
«Το ποτάμι τα θυμάται όλα.»
Η φωνή του ήταν ήσυχη, μα είχε το βάρος του αληθινού. Δεν τόλμησα να ρωτήσω πού το έμαθε. Ίσως να ήταν από πάντα γνωστό.
Καθίσαμε στην όχθη. Το νερό κυλούσε αργά. Δεν είπαμε τίποτα για ώρα.

«Το ποτάμι θυμάται, είπες πριν. Εσύ θυμάσαι;» ρώτησα.
Δεν απάντησε αμέσως. Πήρε άλλη μία πέτρα, μικρότερη αυτή τη φορά. Την ζύγισε στο χέρι και την άφησε να γλιστρήσει πάνω στην επιφάνεια. Έκανε τέσσερα αλματάκια και χάθηκε.
«Θυμάμαι αλλιώς», είπε. «Όχι με το κεφάλι. Με το νερό. Με τις πατούσες. Με τη σιωπή.»
Έμεινα να κοιτάζω. Ήθελα να πω πως εγώ δεν θυμόμουν τίποτα με τέτοιο τρόπο. Πως όλα τα θυμόμουν λάθος, μέσα από φίλτρα, ημερομηνίες, και φωτογραφίες. Αλλά δεν μίλησα. Εκείνη την ώρα, ο άνεμος άρχισε πάλι να φυσά.
«Μπορούμε να ξανάρθουμε εδώ;» ρώτησα.
Ο μικρός ιθαγενής χαμογέλασε — όχι με τα χείλη, αλλά με το βλέμμα. Μάζεψε μια ακόμα επίπεδη πέτρα και την έριξε πάλι στο νερό. Είδα τους κύκλους να ξεκινούν, να επεκτείνονται, να χάνονται.
«Ήδη ξαναγύρισες», μου είπε. «Όλα είναι κύκλοι. Ιστορίες. Ζωές. Μνήμες.»
Έμεινα να κοιτάζω τη ρυτίδα στο νερό να εξαφανίζεται. Και ένιωσα χωρίς εξήγηση πως μερικοί κύκλοι δεν έχουν φτιαχτεί για να κλείνουν. Υπάρχουν μόνο για να σε φέρνουν πίσω. Σε τόπους που δεν επιστρέφεις για να τους δεις αλλά για να θυμηθείς ποιος ήσουν όταν τους ονειρεύτηκες.

Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Ήταν διαφορετικός. Ίσως επειδή τον είχαμε ξαναπεράσει. Ίσως επειδή δεν ήμασταν πια οι ίδιοι. Σταματήσαμε ξανά στο Eilean Donan Castle. Μα τώρα είχε κόσμο. Φωνές, φωτογραφίες, τουρίστες που έψαχναν να χωρέσουν σε μια λήψη όλη τη μαγεία που δεν είχαν νιώσει.
Μια μικρή στάση για αναμνηστικά. Κάτι ψιλολόγια που δεν χρειαζόμουν, αλλά τα αγόρασα για να γεμίσω το κενό που μόλις άρχισε να φαίνεται. Έκανα και ένα δώρο στο μικρό ιθαγενή κάτι πολύχρωμες κάλτσες. Ξετρελάθηκε.
«Θα τις φοράω όταν μιλάω με τα φυτά μου στη σοφίτα», μου είπε.

Καθ’ οδόν προς τη Loch Ness, ο άνεμος ξαναφύσηξε δυνατά. Τα νερά της λίμνης είχαν αγριέψει. Πλησίασα και κοίταξα τη λίμνη.
«Αυτή είναι η άβυσσος;» ρώτησα.
Ο μικρός ιθαγενής έσκυψε, άγγιξε το νερό με το δάχτυλο και χαμογέλασε.
«Μερικές λίμνες δεν κρύβουν τέρατα», είπε. «Κρύβουν όνειρα που φοβήθηκαν να μεγαλώσουν.»
Κοίταξα τη λίμνη ξανά και θυμήθηκα πως τη φανταζόμουν τότε που ήμουν παιδί και διάβαζα για αυτή. Τότε που πίστευα σε τέρατα.
«Τώρα δε πιστεύεις πια σε τέρατα» με ρώτησε.
«Τώρα πια δεν πιστεύω στους ανθρώπους» απάντησα.
Στο Inverness, φάγαμε για τελευταία φορά. Μια καλή μπριζόλα σε ένα μέρος με χαμηλό φωτισμό. Ο μικρός ιθαγενής καθόταν απέναντί μου και χαμογελούσε συνέχεια.
Η διαδρομή για το Aberdeen κύλησε χωρίς λέξη. Το ραδιόφωνο έπαιζε και το τιμόνι έμοιαζε πιο βαρύ από ποτέ.
Η μαγική σοφίτα
Όταν γύρισα στο Aberdeen, ήμουν κουρασμένος. Όχι απ’ τη διαδρομή, αλλά από όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν. Ήταν εκείνο το είδος της κούρασης που σου αφήνουν οι διαδρομές χωρίς προορισμό.
Με το που φτάσαμε στην Allan Street, ο μικρός ιθαγενής κατέβηκε. Με ένα τεράστιο χαμόγελο, μου είπε: «Δεν υπάρχουν αντίο.» Ύστερα χάθηκε σε ένα στενό, όπως ένα παιδί που τρέχει να παίξει. Ανέβηκε στη σοφίτα του εκεί όπου τα φυτά ακούν τις ιστορίες του και ο χρόνος ξεχνιέται.
Στάθηκα. Κοίταξα τη σοφίτα. Θυμήθηκα τότε που ήμουν παιδί. Τότε που σκαρφάλωνα σε δέντρα και αυτά γίνονταν καράβια, που μιλούσα με τα σύννεφα, και έφτιαχνα χάρτες για κόσμους που δεν ήξερα ότι υπήρχαν. Ποτέ δεν θυμόμουν από πού ξεκινούσα. Θυμόμουν μόνο ότι ήθελα να συνεχίσω. Μερικά ταξίδια δεν χρειάζονται προορισμό. Μόνο έναν λόγο για να μην τελειώσουν.
Παρέδωσα το αυτοκίνητο. Ένα ταξί με περίμενε για το αεροδρόμιο. Έσυρα τη βαλίτσα πάνω στο πεζοδρόμιο. Ο ήχος της ρόδας πάνω στο τσιμέντο έμοιαζε ξαφνικά πολύ δυνατός. Πήρα το αεροπλάνο και γύρισα σπίτι. Δεν μίλησα σε κανέναν για λίγο. Μόνο έκατσα στον καναπέ και άφησα τη σιωπή να απλωθεί γύρω μου. Άφησα τη βαλίτσα στο πάτωμα και κάθισα. Έπιασα το κινητό. Άνοιξα τις φωτογραφίες. Μόνος.
Δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία του μικρού ιθαγενή. Κοίταξα τις κρατήσεις των ξενοδοχείων, μόνο ένα όνομα: το δικό μου. Μπροστά στο κάστρο μονάχα εγώ. Στην πίτσα του Portree εγώ κι ένα άδειο πιάτο απέναντι. Ξανακοίταξα τις σημειώσεις μου από τη διαδρομή. Εκεί που νόμιζα πως κάποιος είχε μιλήσει… υπήρχαν μόνο σιωπές.
Στη βαλίτσα μου βρήκα ένα πλεκτό με ένα ματάκι για καλοτυχία κι ένα χαρτί γραμμένο με το δικό μου χέρι:
«Αν χαθείς, θυμήσου…»
Πήγα στον καθρέφτη. Κοίταξα για πολλή ώρα. Και τότε κατάλαβα.
Ο μικρός ιθαγενής δεν υπήρξε ποτέ. Ή ίσως υπήρξε… Όχι σαν πρόσωπο, αλλά σαν ιδέα. Ήταν η φωνή που μου έλεγε να συνεχίσω, όταν όλα γύρω μου ήθελαν να σταματήσω. Δεν ήταν ότι έλειπε. Ήταν ότι δεν χρειαζόταν να είναι εκεί. Όπως οι παλιοί φίλοι που χάνονται και έχεις να τους δεις χρόνια. Δεν θυμάσαι τι είπατε, αλλά θυμάσαι ότι σε κάνουν να χαμογελάς.
Έτσι και εγώ. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό του. Θυμάμαι τη διαδρομή. Κι αυτό φτάνει. Γιατί τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Οι διαδρομές, όμως, μένουν στην ψυχή μας. Εκεί που δεν τις φτάνει ποτέ ο χρόνος. Και ίσως αυτό να είναι το μόνο που αξίζει να κρατάς. Όχι ποιος ήταν δίπλα σου, αλλά το ότι δεν περπάτησες μόνος.
Ο μικρός ιθαγενής ήταν ένα πλάσμα έξω από τον χρόνο. Ίσως παιδί, ίσως ψυχή, ίσως γυναίκα. Λένε πως ζει σε μια σοφίτα γεμάτη φυτά. Γράφει λέξεις σε μικρά χαρτάκια και τις αφήνει πίσω. Μυρίζει τον καιρό. Τραγουδάει στα λουλούδια και χαμογελάει στα αστέρια. Χαίρεται τον ήλιο και δεν φοβάται να χαθεί — γιατί ξέρει πως μόνο όταν χαθείς βρίσκεις τον αληθινό σου δρόμο.
Ο οδηγός μου δεν ήταν πρόσωπο. Δεν με ξενάγησε. Με οδήγησε μέσα μου. Στο αρχέγονο κομμάτι του εαυτού μου. Σ’ εκείνο που ήξερε. Σ’ εκείνο που θυμόταν. Σ’ εκείνο που με περίμενε.
Και όταν δεν τον χρειαζόμουν πια, εξαφανίστηκε. Όπως κάνουν πάντα όλοι οι αληθινοί οδηγοί.
Κάποιες νύχτες, όταν φυσάει βόρειος άνεμος και κρυώνω, νομίζω πως βλέπω τη σκιά του να περπατά μπροστά μου. Σιωπηλή. Με τα χέρια στις τσέπες.
Δεν την φωνάζω.
Ξέρω πως, αν την χρειαστώ ξανά, θα επιστρέψει όπως όλα όσα δεν χάνονται στ’ αλήθεια.
Γιατί η μαγεία δεν φεύγει. Απλώς περιμένει να τη θυμηθείς.
Καθε ταξίδι που μας έμαθε να κοιτάμε λίγο πιο πέρα.

Χρησιμοποιώντας τους συνδέσμους μου για τις αγορές ή τις κρατήσεις σου, βοηθάς το blog χωρίς επιπλέον κόστος για σένα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποστήριξή σου!