Camino de Santiago
Όλυμπος Μύτικας
GREEK EXPLORER
Ταξίδι στη Μαγεία της Ελληνικής Υπαίθρου
“Όταν έχεις να ανέβεις ένα βουνό, μη νομίζεις ότι θα γίνει μικρότερο αν περιμένεις.”
― H. Jackson Brown, Jr.
Όλυμπος – Μύτικας: Η ιδέα να ανέβω τον Όλυμπο και την κορυφή του το Μύτικα, δεν ήταν από εκείνα τα σχέδια που γεννιούνται οργανωμένα ούτε τα βάζεις στο πρόγραμμα. Ήταν περισσότερο μια σκέψη που ξεφύτρωσε από το πουθενά. Μια πρόκληση που γυροφέρνει το μυαλό και ξέρεις πως δε θα φύγει. Έπρεπε απλά να την ακολουθήσω.
Η εκδρομή διοργανώθηκε από την απίστευτη ομάδα της Ascend Hikes, με συνοδούς, τους έμπειρους ορειβάτες Μάριο Γιαννάκου και Σταύρο Ξύτσα, οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας τα μυστικά του βουνού και την αστείρευτη αγάπη τους για την ελληνική φύση.
Η διαδρομή που περιγράφεται ακολουθεί τη διαδρομή ΚΕΟΑΧ – Καταφύγιο Χρηστάκη – Κακόσκαλα – Μύτικας. Αυτή η διαδρομή είναι απαιτητική, με περάσματα σε υψόμετρα που απαιτούν καλή φυσική κατάσταση, εμπειρία ορειβασίας και κατάλληλο εξοπλισμό.
Συνιστάται έντονα η συνοδεία από επαγγελματίες οδηγούς βουνού και η ενημέρωση των συμμετεχόντων για τις δυσκολίες της διαδρομής και τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Η συγκεκριμένη περιγραφή προσφέρεται για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν υποκαθιστά εξειδικευμένη καθοδήγηση για ασφαλή ορειβασία.
Ημερολόγιο Ανάβασης στον Όλυμπο
Σκεφτόμουν το βουνό, ξανά και ξανά. Είχα τόσες εικόνες του Ολύμπου από φωτογραφίες, τόσες ιστορίες στο μυαλό μου – οι κορυφές του, ο μύθος του, όλα όσα μαθαίνουμε για αυτό από παιδιά. Κάθε φορά που το σκεφτόμουν, ένιωθα κάτι μεταξύ έλξης και ανησυχίας.
Η κορυφή των θεών, έστεκε μακριά σαν κάλεσμα στο τίποτα – όχι σε κάποιο μεγαλείο, όχι για να αποδείξω κάτι σε κάποιον. Αλλά η αίσθηση ότι έπρεπε να βρεθώ εκεί, Έτσι, αποφάσισα ότι δεν είχε νόημα να αντισταθώ. Θα ανέβαινα και θα άφηνα το μονοπάτι να με οδηγήσει.
Και έτσι ξεκίνησα, πακετάρισα ό,τι είχα, με ένα μυαλό γεμάτο αμφιβολίες και κανένα καθαρό σκοπό, για ένα βουνό που δεν ήξερα αν είχα καμία δουλειά να πλησιάσω. Φορτωμένος με τον εξοπλισμό μου και με όλες εκείνες τις σκέψεις που δεν με άφηναν σε ησυχία, ξεκίνησα από την Αθήνα με στόχο την κορυφή της Ελλάδας.
Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι με περίμενε εκεί πάνω. Βρέθηκα μηχανικά στο σταθμό του μετρό, κρατώντας καφέ και φορώντας ένα χαβανέζικο πουκάμισο που δεν κολλούσε πουθενά – λίγο χρώμα στην κούραση του απογεύματος.
Στεκόμουν και περίμενα τη Μαρία και την Έλσα, δύο πρόσωπα που θα γνώριζα για πρώτη φορά. Ήταν ήδη εκεί και καθεμιά τους κουβαλούσε από ένα βαρύ backpack. Και οι δυό τους είχαν εκείνο το ανήσυχο βλέμμα της αρχής: «Άραγε πήραμε όσα χρειαζόμαστε;» αναρωτιο΄υνταν, λες και ένα σακίδιο μπορεί να μας σώσει από όσα είχαμε σκοπό να κάνουμε. Ο τρίτος της παρέας ήταν ο Σεραφείμ, ο μοναδικός γνωστός σε αυτή την εξίσωση. Είχαμε ήδη μπλέξει μαζί σε μια τρελή περιπέτεια στα 5.000 μέτρα στο basecamp του Έβερεστ – μια ιστορία που περιμένει ακόμα την ώρα της για να ειπωθεί.
Τέσσερις άγνωστοι, στην ουσία, όλοι μαζί σε ένα νοικιασμένο αμάξι, με προορισμό το βουνό. Δεν είχαμε ξανακάνει κάτι τέτοιο, όχι όλοι μαζί τουλάχιστον. Αλλά ήξερα πως οι δύσκολες καταστάσεις είναι που δένουν τους ανθρώπους, είναι σαν να λες:
«Μπορεί να μην ξέρω ποιος είσαι, αλλά αν μπορείς να αντέξεις αυτή την τρέλα, θα ‘χεις κάτι δικό μου μαζί σου όταν τελειώσουμε.»
Ξεκινήσαμε από την Αθήνα και πήραμε το δρόμο για τον Όλυμπο, με προορισμό το στρατόπεδο ΚΕΟΑΧ, το σημείο από όπου θα ξεκινούσε η ανάβασή μας. Οι δρόμοι στένευαν, ανηφόριζαν, μέχρι που οι τελευταίες δασωμένες εκτάσεις έμειναν πίσω και όλο το τοπίο ήταν πια βράχια και η παγωμένη ανάσα του βουνού.
Κάθε στροφή, κάθε κομμάτι του δρόμου ήταν μια πρόκληση. Στο μυαλό μου γυρόφερνε η ίδια ερώτηση ξανά και ξανά: Γιατί το κάνεις αυτό; Ήξερα ότι δεν είναι τα βουνά που με τραβάνε, αλλά η ανάγκη να αναμετρηθώ με κάτι μεγαλύτερο από εμένα.
ΚΕΟΑΧ: Η Αρχή της Τρέλας
Καθώς προχωρούσαμε, το τοπίο γινόταν πιο άγριο. Τα σπίτια των ορεινών χωριών χάνονταν, και τα βράχια έμοιαζαν να υψώνονται γύρω μας. Όσο ανεβαίναμε, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι δεν είχα καμία δουλειά εδώ. Στο ΚΕΟΑΧ, στα 1.800 μέτρα, όλα όσα άκουγα για τις δυσκολίες της ανάβασης απέκτησαν ξαφνικά νόημα. Η απόφαση όμως είχε παρθεί, και δεν υπήρχε επιστροφή τώρα. Ένιωθα ότι δεν είχε καμία σημασία για τον Όλυμπο το αν θα φτάναμε ή όχι. Εκείνος θα ήταν πάντα εκεί – εμείς ήμασταν οι προσωρινοί επισκέπτες.
Φτάσαμε αργοπορημένοι και η ομάδα της Ascend Hikes μας περίμενε με τους υπόλοιπους του γκρούπ. Είχαμε τον Σταύρο και τον Σπύρο σαν οδηγούς. Ο καθένας τους ήξερε καλά τη δουλειά του, κι ενώ μπορούσες να δεις ότι αγαπούν το βουνό, στο βλέμμα τους υπήρχε μια ήρεμη βεβαιότητα πως αυτό το μέρος δεν είναι για αστεία. Ήξεραν ακριβώς πότε να σου πουν να σταματήσεις για να πάρεις ανάσα, και πότε να σφίξεις τα δόντια και να συνεχίσεις.
Ξεκινήσαμε για το καταφύγιο Μυγκοτζίδης, η πρώτη μας στάση σε μια διαδρομή που έμοιαζε ατέλειωτη. Η ανάβαση από το ΚΕΟΑΧ είναι έντονη και απαιτεί μια σχετικά καλή φυσική κατάσταση, ειδικά λόγω της συνεχούς κλίσης. Ένα απότομο, ανηφορικό μονοπάτι που σε στραγγίζει. Ήταν η πρώτη γεύση του βουνού στα αλπικά ύψη. Το τοπίο γυμνό από βλάστηση και εκτεθειμένο στον αέρα, μας έβαζε ήδη σε εγρήγορση για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Το καταφύγιο ήταν μια στάση για ανάσα, αλλά μόνο προσωρινή. Ο Σταύρος και ο Σπύρος βοηθούσαν όποιον έμενε πίσω, ο Σεραφείμ βρισκόταν ήδη μπροστά και χάζευε το τοπίο, κι εγώ κοιτούσα τον Όλυμπο καθώς πλησιάζαμε, προσπαθώντας να βρω τη δική μου απάντηση μέσα στη βροχή που μας είχε πιάσει περίπου κάνα δεκάλεπτο.
Καταφύγιο Χρηστάκη: Αστέρια και Κρύο
Μετά το Μυγκοτζίδη συνεχίσαμε για το καταφύγιο Χρηστάκη, στα 2.550 μέτρα. Έστεκε πάνω στον βράχο, σαν κάτι που ήταν εκεί απο πάντα. Ένα καταφύγιο που δεν έμοιαζε με άλλα: απλό, πρωτόγονο με τη μυρωδιά του ξύλου και τη γεύση της κούρασης στον αέρα. Το τοπίο είχε πια απογυμνωθεί: μόνο πέτρα και σιωπή. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά το κρύο είχε μείνει.
Μας καλωσόρισε ο Σάκης που ετοίμαζε τα γευματα. Ανάψαμε φωτιά. Ρίξαμε ο,τι είχαμε πάνω της και καθίσαμε γύρω από τις φλόγες. Το φως τρεμόπαιζε πάνω μας, και οι ιστορίες ξεκίνησαν να βγαίνουν αβίαστα, σαν να περίμεναν την κατάλληλη στιγμή.
Η Έλσα μου μιλούσε για αστερισμούς – τη Μεγάλη Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα, τον Ωρίωνα – κάθε άστρο κι ένα σημάδι. Ο ουρανός πάνω από τον Όλυμπο ήταν ατελείωτος. Σε τράβαγε και χανόσουν καθώς σκοτείνιαζε, κι αν δεν είχες τη δύναμη να τον αντέξεις, σε κατάπινε. Η αίσθηση πως ήμασταν μόνοι, αποκομμένοι από όλα, με το βουνό να μας κυκλώνει σιωπηλό, ήταν ανεκτίμητη.
Ο Μάριος άρχισε να μας μιλά για το Έβερεστ. Για το πώς εκεί πάνω καταλαβαίνεις πόσο μικρός είσαι μπροστά στη φύση, μπροστά στον εαυτό σου. Μιλούσε για κρύο, για μοναξιά, για βράδια που δεν ξημερώνουν ποτέ. Αληθινή περιπέτεια. Κάναμε έναν πρόχειρο απολογισμό της διαδρομής. Τα παιδιά της Ascend Hikes ήταν πιο ήρεμοι και σίγουροι, και μας εξηγούσαν με ψυχραιμία τη διαδρομή προς τον Μύτικα και τα σημεία που χρειαζόταν προσοχή.
Αργά το βράδυ μια κιθάρα έπαιζε στη συντροφιά μας και τραγουδήσαμε όλοι μαζί. Μοιάζαμε περισσότερο με ξεκούρδιστη μπάντα βέβαια, αλλά αυτό δεν είχε και πολύ σημασία. Το μόνο που μετρούσε ήταν ότι είχαμε βρεθεί όλοι εκεί, άγνωστοι, στο ίδιο σημείο, ακουμπώντας το βουνό. Κι αυτό ήταν αρκετό.
Καθώς προχωρούσε η νύχτα, η ανησυχία μας μεγάλωνε. Ξέραμε τι μας περίμενε το επόμενο πρωί. Η σιωπή του βουνού είχε μια βαρύτητα που σου έκοβε τον ύπνο. Λίγοι κοιμήθηκαν καλά εκείνο το βράδυ. Ξαπλωμένοι, νιώθαμε τον Όλυμπο να μας τυλίγει, σαν κάτι που περίμενε για να μας κρίνει. Σαν κανένας μας να μην ήταν έτοιμος για την κορυφή.
Ζήσε τη μαγεία του Ολύμπου και του Μύτικα! Επικοινώνησε με την Ascend Hikes για να οργανώσεις μια αξέχαστη εξόρμηση που θα σε φέρει πιο κοντά στη φύση και στις ομορφιές της ελληνικής υπαίθρου.
Ξημέρωμα και Προετοιμασία
Ξυπνήσαμε γύρω στις 5 το πρωί. Ακόμα νύχτα, κι ένα κρύο που τρυπούσε κόκαλα. Σηκωθήκαμε χωρίς πολλές κουβέντες, λες κι ο καθένας είχε πάρει τις αποφάσεις του μέσα στη νύχτα. Οι οδηγίες ήταν απλές: ετοιμαζόμαστε γρήγορα και ξεκινάμε.
Όλοι σιωπηλοί, ελέγχαμε ιμάντες, σακίδια, φακούς. Τα χέρια μας έτρεμαν απ’ το κρύο. «Γαμώτο κάπου ξέχασα τα γάντια μου,» μουρμούρησα στον Σεραφείμ, αλλά δεν υπήρχε χρόνος. Ήταν η ώρα να πάρουμε το μονοπάτι – αφήνεις το καταφύγιο πίσω σου και προχωράς προς τα πάνω, εκεί που δεν ξέρεις τι ζητάς και τι θα βρεις.
Η πορεία από το καταφύγιο Χρηστάκη είναι περίπου 5 χιλιόμετρα, και το μονοπάτι διαρκεί συνήθως 3 ώρες, αναλόγως της αντοχής και της εμπειρίας. Καθώς ανηφορίζαμε, κάθε βήμα είχε ένα βάρος. Το τοπίο γύρω μας ήταν άγριο, αφιλόξενο και αλπικό.
Ο αέρας ήταν καθαρός αλλά πικρός, και δεν υπήρχε πουθενά η σκιά της δασικής βλάστησης. Το βουνό δεν χαριζόταν σε κανέναν. Κάθε πέτρα, κάθε βράχος έμοιαζε να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο, όπου η ανθρώπινη παρουσία δεν ήταν παρά μια μικρή παρένθεση.
Τα μάτια στη Κακόσκαλα
Κάναμε μια μικρή στάση στη Σκάλα, το πρώτο σημείο που είχε μια «φιλόξενη» αίσθηση, για να πάρουμε ανάσα πριν τη μεγάλη δοκιμασία: την Κακόσκαλα. Η πιο δύσκολη διαδρομή προς την κορυφή ήταν αυτή η απότομη ανηφόρα, ένα βραχώδες μονοπάτι γεμάτο μικρές παγίδες και στενά περάσματα. Χρειάζεται περίπου 45-50 λεπτά για να το περάσεις, αλλά εδώ οι βιασύνες δεν χωράνε.
Εδώ τίποτα δεν έρχεται χωρίς κόπο. Εδώ, μετράει η αντοχή, η προσοχή και η καθοδήγηση της Ascend Hikes. Ο Μύτικας βρίσκεται εκεί, με την Κακόσκαλα να ανοίγεται μπροστά μας σαν την τελική δοκιμασία που έπρεπε να περάσουμε. Αφήσαμε πίσω ό,τι δεν χρειαζόμασταν και προχωρήσαμε. Ένα κομμάτι βράχου, στενό, απότομο, και κάθε βήμα είχε μέσα του τον φόβο της πτώσης. Το βουνό ήταν εκεί, αδιάφορο, να σε παρατηρεί χωρίς καμία πρόθεση να βοηθήσει. Πρέπει να κρατηθείς ισορροπημένος γιατί το λάθος δεν συγχωρείται.
Οι οδηγοί μας ήταν πάντα δίπλα μας, αλλά ήξεραν πως εδώ, ο καθένας θα έπρεπε να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις. Το βουνό ήξερε να σε φέρνει αντιμέτωπο με τις αδυναμίες σου, και δεν είχε χρόνο για τα δικά σου όρια και όνειρα.
Περάσαμε το σχίσμα και ανηφορίσαμε τον Παραμύτικα. Από τη ράχη του περάσαμε με τη βοήθεια ενός σταθερού συρματόσχοινου, μέχρι το σχίσμα του Μύτικα. Από εκεί ξεκινούσε το τελευταίο κομμάτι, για την κορυφή της Ελλάδας.
Ζήσε τη μαγεία του Ολύμπου και του Μύτικα! Επικοινώνησε με την Ascend Hikes για να οργανώσεις μια αξέχαστη εξόρμηση που θα σε φέρει πιο κοντά στη φύση και στις ομορφιές της ελληνικής υπαίθρου.
Στη Κορυφή του Μύτικα: Ό,τι Έχεις Μέσα Σου
Και, τελικά, φτάσαμε. Εκεί πάνω, στην κορυφή του Μύτικα, στα 2.918 μέτρα, η αίσθηση της ικανοποίησης ήταν σχεδόν τρομακτική. Η θέα ήταν απερίγραπτη, και η Ελλάδα απλωνόταν μπροστά μας, μια απέραντη γη που έμοιαζε ξαφνικά μικρή, ασήμαντη.
Ο Μύτικας μάς έδινε τη θέα που μάλλον μόνο οι θεοί είχαν δει. Εκεί, στον ψηλότερο βράχο της Ελλάδας, με την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή και τα πόδια να τρέμουν, μέσα μας όλα έμοιαζαν να γαληνεύουν. Σταθήκαμε σιωπηλοί, λες και κρατούσαμε κάτι ιερό, κάτι που μας ξεπερνούσε. Τα βλέμματα χάνονταν στον ορίζοντα, σε κάτι τόσο απέραντο που για μια στιγμή ένιωθες ότι ο κόσμος ήταν διαφορετικός – και εσύ μέσα του ένα τίποτα.
Ο Σεραφείμ είχε εκείνη την έκφραση που λέει όλα όσα δεν μπορείς να περιγράψεις: ανακούφιση, χαρά, κάτι που βγαίνει μόνο όταν τα καταφέρεις απέναντι σε κάτι μεγαλύτερο από σένα. Η Έλσα, με ένα τεράστιο χαμόγελο έπαιρνε δύναμη από τον άνεμο, την κορυφή. Κοιτούσε γύρω της, γεμάτη από τη στιγμή, γεμάτη από την περιπέτεια, γεμάτη από τη ζωή.
Η Μαρία είχε δακρύσει ούτε η ίδια δε πίστευε ότι έστω για εκείνες τις λίγες στιγμ΄΄ες, βρισκόταν στην κορυφή της Ελλάδας. Είχαμε παλέψει όλοι μας με κάθε βήμα για να φτάσουμε εδώ, είχαμε νικήσει αμφιβολίες, κρύο και κούραση, και εκείνα τα χαμόγελα ήταν η ανταμοιβή μας.
Η Επιστροφή: Οι Σκιές που Αφήνεις Πίσω
Η κατάβαση από τον Μύτικα ήταν εξίσου απαιτητική, με τα πόδια να αισθάνονται πιασμένα και την προσοχή να είναι ακόμη απαραίτητη. Οι σκέψεις άρχισαν να επανέρχονται, αλλά κάτι μέσα μας είχε αλλάξει. Το να κατεβαίνεις από μια κορυφή είναι σαν να αφήνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου εκεί πάνω. Κάθε βήμα σε φέρνει πιο κοντά στη βάση, αλλά κάτι παραμένει αφημένο, σαν μια απόφαση που δεν παίρνεις πίσω.
Ο Σταυρός, ο Σάκης, ο Μάριος και ο Σπύρος ήταν ακόμα εκεί, μας ενθάρρυναν να συνεχίσουμε, να μην βιαζόμαστε, κι έβλεπα στα μάτια τους πως αυτό το βουνό το ξέρουν καλά. Μπορείς να το διασχίσεις, αλλά δεν μπορείς ποτέ να το νικήσεις. Η κορυφή δεν σου «ανήκει», απλά την επισκέπτεσαι. Ο Όλυμπος δεν έχει ανάγκη τίποτα από εμάς, και δεν προσπαθεί καν να μας εντυπωσιάσει.
Φτάνοντας στο ΚΕΟΑΧ για την τελευταία στάση, ήξερα πως κάτι είχε αλλάξει. Το ταξίδι μπορεί να τελείωσε, αλλά το βουνό – κι όλοι εκείνοι που το ανέβηκα μαζί – θα μείνουν για καιρό μέσα μου.
Τι Μου Έμεινε από την Εμπειρία
Η Ascend Hikes δεν ήταν απλώς οδηγοί — ήταν συνοδοιπόροι σε κάτι που ζει εκεί από πάντα, πιο παλιό απ’ όλους μας. Μαθαίνεις γρήγορα πως δεν ανεβαίνεις το βουνό για να πεις «το κατέκτησα»· το βουνό γελάει με κάτι τέτοιο. Το βλέπεις όπως είναι — ένα θηρίο που δεν το νοιάζεται ποιος είσαι ή τι κουβαλάς. Κάθε σου βήμα εκεί πάνω είναι μια υπόσχεση ότι θα αφήσεις κάτι από εσένα, χωρίς μεγάλα λόγια.
Στον δρόμο της επιστροφής, το δέος κι ο θαυμασμός ξεθωριάζουν· μένει μονάχα αυτός ο παράξενος σεβασμός, εκείνος που δεν περιγράφεται, για κάτι που δεν είναι φτιαγμένο για να το καταλάβεις. Είναι από τις εμπειρίες που δεν χωρούν σε λέξεις — το βουνό δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες. Δεν είναι εκεί για να το κατακτήσεις· πας για να το δεις, απλά αυτό.
Κι ίσως, εκεί ψηλά, να βρεις κάτι αναπάντεχο, κάτι πιο βαθύ απ’ ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Γιατί, καμιά φορά, το μονοπάτι φέρνει μπροστά σου συναντήσεις που δεν ψάχνεις, μα σε βρίσκουν αυτές. Σαν να σε περίμεναν από πάντα, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς λόγια.
Αν ποτέ νιώσεις ότι ο Όλυμπος σε καλεί, άκουσέ τον. Μην ρωτήσεις το γιατί. Ξεκίνα και άφησε το βουνό να σου δείξει τον δρόμο.
Χρησιμοποιώντας τους συνδέσμους μου για τις αγορές ή τις κρατήσεις σου, βοηθάς το blog χωρίς επιπλέον κόστος για σένα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποστήριξή σου!